Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασάλευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασάλευση η [δiasálefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασαλεύω: Aπαγορεύτηκε το συλλαλητήριο λόγω κινδύνου διασάλευσης της δημόσιας τάξης. || (ιατρ.) ~ φρενών.

[λόγ. < ελνστ. διασάλευ(σις) `βίαιη κίνηση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go