Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρροή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρροή η [δiaroí] Ο29 : το αποτέλεσμα του διαρρέω. 1. διαφυγή, απώλεια υγρού ή αερίου από έναν κλειστό χώρο, εξαιτίας κάποιας τεχνικής βλάβης: ~ νερού από το υδραυλικό σύστημα. Nότισε ο τοίχος από ~. Έγινε ~ γκαζιού / αερίων. Aνίχνευση της διαρροής. || ~ ηλεκτρισμού / μαγνητισμού. 2. (μτφ.) γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων, πληροφοριών κτλ. χωρίς τη θέληση του άμεσα ενδιαφερομένου: Έγινε ~ απόρρητων εγγράφων / πληροφοριών. Aναζητείται ο υπεύθυνος της διαρροής. 3. (μτφ., για πρόσ.) α. απομάκρυνση από ένα χώρο, στον οποίο βρίσκεται κάποιος μαζί με άλλους: Δυστυχώς είχαμε πολλές διαρροές πριν από το τέλος της ομιλίας. H ~ επιστημόνων στο εξωτερικό. || ~ συναλλάγματος, μεταφορά του στο εξωτερικό. β. απομάκρυνση από ορισμένη οργάνωση, κόμμα, ιδεολογία κτλ.: ~ οπαδών / ψηφοφόρων / βουλευτών.

[λόγ. < ελνστ. διαρροή `κύλημα νερού΄, αρχ. σημ.: `αγωγός΄, σημδ.: 1, 2: αγγλ. leak· 3: γαλλ. écoulement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες