Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαρρήκτης ο [δiaríktis] Ο10 : αυτός που παραβιάζει κλειστό, ιδίως κλειδωμένο, χώρο, με σκοπό την κλοπή: Διαρρήκτες μπήκαν σε χρυσοχοείο και έκλεψαν κοσμήματα πολύ μεγάλης αξίας.
[λόγ. < ελνστ. διαρρήκτης `κάποιος που σπάζει΄, κατά τη σημ. του ελνστ. διαρρήσσω `σπάζω και μπαίνω΄ & σημδ. γερμ. Εinbrecher]



