Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαρρήκτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαρρήκτης ο [δiaríktis] Ο10 : αυτός που παραβιάζει κλειστό, ιδίως κλειδωμένο, χώρο, με σκοπό την κλοπή: Διαρρήκτες μπήκαν σε χρυσοχοείο και έκλεψαν κοσμήματα πολύ μεγάλης αξίας.

[λόγ. < ελνστ. διαρρήκτης `κάποιος που σπάζει΄, κατά τη σημ. του ελνστ. διαρρήσσω `σπάζω και μπαίνω΄ & σημδ. γερμ. Εinbrecher]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες