Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπροσωπικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπροσωπικός -ή -ό [δiaprosopikós] Ε1 : που αφορά δύο ή περισσότερα πρόσωπα: Διαπροσωπικές σχέσεις.

[λόγ. δια- + προσωπικός μτφρδ. γαλλ. interpersonnel]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες