Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπραγματεύσιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπραγματεύσιμος -η -ο [δiapraγmatéfsimos] Ε5 : που μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ιδίως συζητήσεων για σύναψη μιας συμφωνίας: Tα εθνικά μας σύνορα δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Tίτλοι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο. Tιμή μη διαπραγματεύσιμη.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -σιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go