Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπληκτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπληκτισμός ο [δiapliktizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : ανταλλαγή συνήθ. υβριστικών λόγων ή χτυπημάτων: Διαπληκτισμοί μεταξύ φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων.

[λόγ. < ελνστ. διαπληκτισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες