Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπλανητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπλανητικός -ή -ό [δiaplanitikós] Ε1 : α. που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πλανήτες: Διαπλανητικά ταξίδια. β. (αστρον.) που βρίσκεται μεταξύ των πλανητών: Διαπλανητική ύλη. Διαπλανητικό διάστημα.

[λόγ. δια- + πλανητικός μτφρδ. γαλλ. interplanétaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go