Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπιστευμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπιστευμένος -η -ο [δiapistevménos] Ε3 : για διπλωματικό αντιπρόσωπο που έχει διοριστεί επίσημα σε άλλο κράτος. || (ως ουσ.).

[λόγ. < διαπεπιστευμένος προσαρμ. στη δημοτ. με παράλειψη του αναδιπλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go