Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαπεραιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπεραιώνω [δiapereóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) μεταφέρω κπ. ή κτ. στην απέναντι όχθη ή ακτή.

[λόγ. < ελνστ. διαπεραι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες