Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπίδυση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπίδυση η [δiapíδisi] Ο33 : 1. (φυσ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μόρια από δύο υγρά ή αέρια διεισδύουν αμοιβαία περνώντας μέσα από τους πόρους του διαφράγματος που τα χωρίζει. 2. εκροή υγρού από τους πόρους ενός σώματος. 3. (φυσιολ.) μετανάστευση λευκοκυττάρων έξω από τα τριχοειδή.

[λόγ. < αρχ. διαπίδυ(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go