Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαξιφισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαξιφισμός ο [δiaksifizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : φράση, έκφραση κτλ. που χρησιμοποιείται σε συζήτηση και είναι πολύ επικριτική για το συνομιλητή: Οι πολιτικοί αρχηγοί ανταλλάσσουν διαξιφισμούς στη βουλή. H δίκη συνεχίζεται με διαξιφισμούς μεταξύ πολιτικής αγωγής και υπεράσπισης.

[λόγ. < ελνστ. διαξιφισμός `μάχη με ξίφη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go