Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διανόηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανόηση η [δianóisi] Ο33 (χωρίς πληθ.) : 1. η ενέργεια του διανοούμαι· βαθιά και ιδίως φιλοσοφική σκέψη: Γλώσσα και ~ βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους συνάφεια. 2. το σύνολο των διανοουμένων μιας χώρας, εποχής κτλ.: H ελληνική / ξένη ~. Εκπρόσωπος / κόμμα της διανόησης.

[λόγ. < αρχ. διανόη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go