Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διανθίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανθίζω [δianθízo] -ομαι Ρ2.1 : (για λόγο) προσθέτω σ΄ αυτόν διάφορα εκφραστικά στοιχεία με αποτέλεσμα να γίνεται συνήθ. πιο ωραίος ή ευχάριστος: Διανθίζει το λόγο του με παροιμίες / λογοπαίγνια / ανέκδοτα / αποφθέγματα. || (ειρ.): Συζήτηση διανθισμένη με βρισιές και βωμολοχίες. || (μουσ.) Διανθισμένη αντίστιξη.

[λόγ. < ελνστ. διανθίζω `στολίζω με άνθη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες