Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμορφωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμορφωτικός -ή -ό [δiamorfotikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαμόρφωση και ιδίως έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να διαμορφώνει κτ.: Διαμορφωτικές επιδράσεις / επιρροές. διαμορφωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διαμορφωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go