Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμονητήριο το [δiamonitírio] Ο40 : έγγραφο με το οποίο δίνεται σε κπ. άδεια προσωρινής διαμονής στο Άγιο Όρος.
[λόγ. διαμον(ή) -ητήριον κατά το ελνστ. κατοικ-η-τήριον `κατάλυμα΄]