Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμαρτυρικό το [δiamartirikó] Ο38 : επίσημο έγγραφο με το οποίο γίνεται η διαμαρτύρηση: Σύνταξη / επίδοση του διαμαρτυρικού. || (οικ., πληθ.) η χρηματική ποινή που αυτό επιβάλλει: Πληρώνω τα διαμαρτυρικά.
[λόγ. διαμαρτυρ(ώ) -ικόν, ουδ. του -ικός μτφρδ. γαλλ. protêt]



