Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμαρτία η [δiamartía] Ο25 : (ιατρ.) ανωμαλία στη σωματική διάπλαση ή λειτουργική ανεπάρκεια που εμφανίζεται στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης.
[λόγ. < αρχ. διαμαρτία `σφαλερός υπολογισμός, σοβαρό λάθος΄]



