Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαμαντικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντικό το [δjamandikó] Ο38 : (οικ.) κόσμημα στολισμένο με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Tης χάρισε ένα ~ για την επέτειο του γάμου τους. Tης έκλεψαν τα διαμαντικά. || (πληθ., ειρ.): Ήταν φορτωμένη με διαμαντικά.

[διαμάντ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες