Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμέσου
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαμέσου, επίρρ.· διαμέσον.
  • 1) Στο μεταξύ:
    • Διαμέσου ουν … (Σφρ. Χρον. 15427).
  • 2) Ως πρόθ.
    • α) Ανάμεσα, μεταξύ:
      • τες μάχες …, τές είχαν διαμέσον (Χρον. Τόκκων 1152
    • β) με μεσολάβηση:
      • ικετεύων … την άπειρον αυτού ευσπλαχνίαν διαμέσου της παναχράντου αυτού Μητρός (Σεβήρ., Διαθ. 18913).

[<συνεκφ. διά μέσου (αρχ., L‑S, λ. μέσος ΙΙΙ1d). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go