Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλυτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλυτός -ή -ό [δialitós] Ε1 : (για υλικό σώμα) που μπορεί να διαλυθεί μέσα σε υγρό: Ουσίες διαλυτές / μη διαλυτές στο νερό. H ζάχαρη είναι διαλυτή στο νερό.

[λόγ. < αρχ. διαλυτός `που μπορεί να διασπαστεί΄ σημδ. γαλλ. soluble, dissoluble]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go