Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλυτήριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλυτήριο το [δialitírio] Ο40 : χώρος εφοδιασμένος με ειδικές εγκαταστάσεις και άλλα μέσα, ώστε να είναι κατάλληλος για την οριστική αποσυναρμολόγηση μεγάλων κατασκευών: ~ πλοίων / βαγονιών.

[λόγ. διαλύ(ω) -τήριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go