Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλογούμαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαλογούμαι.
  • Σκέφτομαι, στοχάζομαι:
    • ο δόλιος διαλογούμαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ 946).

[<αρχ. διαλογίζομαι. Η λ. και τ. ιέμαι και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go