Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαλλακτικός -ή -ό [δialaktikós] Ε1 : α. που αποφεύγει τις έντονες διαφωνίες και συγκρούσεις κάνοντας υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, όπου επιβάλλεται ή επιτρέπεται. ANT αδιάλλακτος: Στις συζητήσεις που έγιναν και οι δύο πλευρές φάνηκαν πολύ διαλλακτικές. β. που ταιριάζει σε διαλλακτικό άνθρωπο: H στάση του ήταν πολύ διαλλακτική.
διαλλακτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαλλακτικός]



