Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλεχτός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
διάλεχτος η,
βλ. διάλεκτος.
[Λεξικό Κριαρά]
διαλεχτός, επίθ.,
βλ. διαλεκτός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλεχτός -ή -ό [δjalextós] Ε1 : για κπ. ή για κτ. που διακρίνεται για τα προσόντα του ή για την ποιότητά του· εκλεκτός: ~ άνθρωπος / επιστήμονας. Διαλεχτά φρούτα / προϊόντα. Θα εκθέσει τα πιο διαλεχτά κομμάτια της συλλογής του.

[μσν. διαλεκτός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. διαλεκ- (διαλέγω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες