Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαλεκτολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλεκτολογικός -ή -ό [δialektolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαλεκτολογία: Διαλεκτολογικές έρευνες. διαλεκτολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. dialectologique < dialectolog(ie) = διαλεκτολογ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go