Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλεκτά, επίρρ.
-
- Με τον καλύτερο τρόπο:
- οδήγησεν πάσα πράμαν διαλεκτά και διορθωμένα (Μαχ. 14427).
[<επίθ. διαλεκτός. Η λ. στο Βλάχ.]
- Με τον καλύτερο τρόπο:



