Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διαλεγώνας ο.
-
- Αυτός που διαλέγει:
- αγάπησές με, βασιλιέ, … και διαλεγώνα μ’ έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις (Ερωτόκρ. Ε´ 277).
[<διαλέγω + κατάλ. ‑ώνας. Η λ. στο Βλάχ.· τ. διαλεώνας σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]
- Αυτός που διαλέγει: