Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαλέγω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαλέγω [δjaléγo] -ομαι Ρ3 : 1. από ένα σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων αναζητώ και βρίσκω αυτό(ν) που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο: Διάλεξε τα μεγαλύτερα μήλα / ένα πολύ κομψό φόρεμα / ένα βιβλίο κατάλληλο για παιδιά. Διάλεξε την καλύτερη κοπέλα. Mη διαλέγεις άλλο, αποφάσισε επιτέλους. Tον διάλεξαν για μια πολύ καλή θέση, τον επέλεξαν. Διαλέγει τους φίλους του / τα έργα που βλέπει, είναι εκλεκτικός. Ξέρει να διαλέγει, για κπ. που διαλέγει πάντα το καλύτερο. (έκφρ.) είναι διαλεγμένοι ένας κι ένας / διαλεγμένα ένα κι ένα, είναι εκλεκτοί / εκλεκτά, διαλεχτοί / διαλεχτά. διάλεξε και πάρε, όταν μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει. || ξεδιαλέγω: Θα διαλέξω τα βιβλία που δε χρειάζομαι / τα ρούχα που θέλουν διόρθωμα. Δεν αγόρασα τίποτα, γιατί ήταν όλα διαλεγμένα, είχαν διαλέξει τα καλά και έμειναν τα άχρηστα. 2. αποφασίζω ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερες λύσεις: Διάλεξαν το θάνατο από τη σκλαβιά. Είναι πολύ μικρός ακόμα, για να διαλέξει τι θα κάνει όταν θα μεγαλώσει. Δε μετανιώνω για τη ζωή που διάλεξα.

[αρχ. διαλέγω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλέγω.
  • α) Εκλέγω, επιλέγω:
    • (Κορων., Μπούας 115), (Ερωτόκρ. Δ´ 1595
  • β) προτιμώ:
    • διά την σήν αγάπην, εδιάλεξα αποθανείν (Διγ. Z 4297).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = διαλεχτός, εκλεκτός:
    • πολλοί είναι καλεσμένοι, αμή ολίγοι είναι διαλεγμένοι (Χριστ. διδασκ. 67).

[αρχ. διαλέγω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διαλεγώνας ο.
  • Αυτός που διαλέγει:
    • αγάπησές με, βασιλιέ, … και διαλεγώνα μ’ έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις (Ερωτόκρ. Ε´ 277).

[<διαλέγω + κατάλ. ώνας. Η λ. στο Βλάχ.· τ. διαλεώνας σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες