Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακόπτης ο [δiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που επιτρέπει τη διακοπή ή την επαναλειτουργία μιας ηλεκτρικής ή υδραυλικής εγκατάστασης: Aνεβάζω / κατεβάζω / γυρίζω το (γενικό) διακόπτη του ρεύματος / του νερού. Aνοίγω / κλείνω το διακόπτη. Xάλασε ο διακόπτης. Aυτόματος ~. ~ ασφαλείας.

[λόγ. διακόπ(τω) -της μτφρδ. γαλλ. interrupteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες