Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακόνεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακόνεμα το [δjakónema] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια του διακονεύω, η διακονιά.

[διακονεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες