Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακυβερνητικός -ή -ό [δiakivernitikós] Ε1 : που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες κυβερνήσεις ή που γίνεται ή αποτελείται από εκπροσώπους κυβερνήσεων: ~ έλεγχος. Διακυβερνητική επιτροπή.
διακυβερνητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δια- + κυβέρνη(ση) -τικός μτφρδ. αγγλ. inter governmental (διαφ. το ελνστ. διακυβερνητικός `καθοδηγητικός΄)]



