Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακρατικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακρατικός -ή -ό [δiakratikós] Ε1 : που έχει σχέση με δύο ή περισσότερα κράτη, που γίνεται ή που υπάρχει μεταξύ κρατών: Διακρατικές συμφωνίες / διαπραγματεύσεις. διακρατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δια- + κράτ(ος) -ικός κατά το διεθνικός μτφρδ. γερμ. zwischenstaatlich]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες