Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακοσμητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακοσμητής ο [δiakozmitís] Ο7 θηλ. διακοσμήτρια [δiakozmítria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διακόσμηση ενός χώρου· ντεκορατέρ: ~ εσωτερικών χώρων. Tη διακόσμηση της βιτρίνας την ανέθεσε σε διακοσμήτρια. Σπούδασε στη Σχολή Διακοσμητών.

[λόγ. διακοσμη- (διακοσμώ) -τής μτφρδ. γαλλ. décorateur· λόγ. διακοσμη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go