Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακομματικός -ή -ό [δiakomatikós] Ε1 : για κτ. που έχει σχέση με δύο ή περισσότερα κόμματα, που γίνεται από μέλη τους ή στο οποίο συμμετέχουν μέλη τους: Διακομματικές επαφές / συσκέψεις. H διακομματική επιτροπή της βουλής. Συνεργασίες διακομματικού χαρακτήρα. Πρέπει να ακολουθήσουμε διακομματική πολιτική σε θέματα παιδείας και άμυνας, που να έχει τη συναίνεση όλων ή των περισσότερων κομμάτων.
διακομματικά ΕΠIΡΡ: Tα κρίσιμα ζητήματα πρέπει να λύνονται ~. [λόγ. δια- + κομματικός μτφρδ. γερμ. zwischenparteiisch]



