Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διακλαδωτήρας ο [δiaklaδotíras] Ο2 : (τεχν.) εξάρτημα σε σχήμα T, σταυρού ή γωνίας, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση σωλήνων (ηλεκτρικών ή άλλων εγκαταστάσεων) στα σημεία διακλάδωσης.
[λόγ. διακλαδω- (δες στο διακλάδωση) -τήρ > -τήρας]



