Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διακαινήσιμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Διακαινήσιμος η [δiakenísimos] Ο36 : η εβδομάδα μετά την Kυριακή του Πάσχα έως την Kυριακή του Θωμά: Δευτέρα / Tρίτη / Tετάρτη κτλ. / η εβδομάδα της Διακαινησίμου, του Πάσχα.

[λόγ. < μσν. ή ελνστ. διακαινήσιμος (σφαλερή ορθογρ.) < διακαινισ- (*διακαινίζω) -ιμος, *διακαινίζω < δια- ελνστ. καινίζω `ανανεώνω πνευματικά΄, αρχ. σημ.: `κάνω καινούριο ή παράξενο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
διακαινήσιμος η.
  • (Εκκλ.) η εβδομάδα από το Πάσχα έως την Κυριακή του Θωμά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1028).

[<αόρ. του *διακαινίζω (<πρόθ. διά + αρχ. καινίζω) + κατάλ. ιμος. Η λ. στο Lampe, στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες