Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακαής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακαής -ής -ές [δiakaís] Ε10 : (λόγ. ή με ειρωνική χροιά) για πολύ έντονο συναίσθημα: Είχε το διακαή πόθο να επιστρέψει στην πατρίδα του. ~ πόθος μου είναι να σε δω ευτυχισμένο. διακαώς ΕΠIΡΡ: Επιθυμώ ~ να…

[λόγ. < ελνστ. διακαής `πολύ καυτός΄· λόγ. < ελνστ. διακαῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go