Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαιτησία η [δietisía] Ο25 : 1. η επίλυση μιας διαφοράς μεταξύ ατόμων ή κρατών από τρίτους (διαιτητές), τους οποίους έχουν επιλέξει οι ενδιαφερόμενοι: Παραπομπή ενός θέματος στη ~. H κυβέρνηση παρέπεμψε τη διαφορά εργοδοτών και εργαζομένων στη ~. Διεθνής ~. 2. (αθλ.) τα καθήκοντα, οι αρμοδιότητες του διαιτητή1 και η άσκησή τους: H ~ του υπήρξε άψογη / μεροληπτική. || ο διαιτητής ή το σύνολο των διαιτητών: Διατυπώνονται πολλές κατηγορίες εναντίον της ελληνικής διαιτησίας.
[λόγ. διαιτη(τής) -σία μτφρδ. γαλλ. arbitrage]