Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαθερμία η [δiaθermía] Ο25 : (ιατρ.) θεραπευτική μέθοδος αναλγητικής αγωγής με χρήση ηλεκτρικής ενέργειας για την ανάπτυξη θερμότητας: Για τον πόνο της μέσης ο γιατρός τής σύστησε διαθερμίες.
[λόγ. < γαλλ. diathermie < dia- = δια- + αρχ. θερμ(ός) -ie = -ία (πρβ. αρχ. διάθερμος `πολύ ζεστός΄)]



