Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαζευγνύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαζευγνύω.
  • (Προκ. για συζύγους) απομακρύνω, χωρίζω:
    • (Δούκ. 1011).

[μτγν. διαζευγνύω (DGE)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες