Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαγώνισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγώνισμα το [δiaγónizma] Ο49 : γραπτή εξέταση των μαθητών: Σήμερα έχουμε ~ στην Iστορία. Tι βαθμό πήρες στο ~; Πρόχειρο / επαναληπτικό ~. || το αντίστοιχο γραπτό δοκίμιο: Διόρθωση διαγωνισμάτων.

[λόγ. διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go