Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγράμμιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγράμμιση η [δiaγrámisi] Ο33 : η χάραξη γραμμών προκειμένου να διαιρεθεί ή να οριστεί κτ.: H ~ της οδού με λευκές γραμμές. || οι αντίστοιχες γραμμές: Δρόμος με / χωρίς διαγραμμίσεις. Mονή / διπλή ~. || (ειδικότ.) η προσθήκη διαγωνίως δύο παράλληλων γραμμών σε επιταγές για λόγους ασφάλειας.

[λόγ. διαγραμμι- (διαγραμμίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες