Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαγούμισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαγούμισμα το [δjaγúmizma] Ο49 : (λογοτ.) λεηλασία, αρπαγή: Kυρίευσαν το κάστρο κι άρχισαν το ~.

[διαγουμισ- (διαγουμίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες