Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαγκωνισμός ο [δiaŋgonizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του διαγκωνίζομαι.
[λόγ. < ελνστ. διαγκωνισμός `στήριγμα στον αγκώνα΄ κατά τη σημ. του διαγκωνίζομαι]



