Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβόητος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διαβόητος, επίθ.
  • Ξακουστός:
    • ανήρ έργῳ και λόγῳ διαβόητος (Ιστ. Ηπείρ. X4 κριτ. υπ).

[μτγν. επίθ. διαβόητος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβόητος -η -ο [δiavóitos] Ε5 : που έχει γίνει αρνητικά γνωστός, που έχει αποκτήσει μεγάλη αλλά αρνητική φήμη: ~ ληστής / απατεώνας.

[λόγ. < ελνστ. διαβόητος `ονομαστός, περίφημος΄ σημδ. γαλλ. notoire ή αγγλ. notorious]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go