Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβρωτικός -ή -ό [δiavrotikós] Ε1 : που προκαλεί διάβρωση: Διαβρωτικά οξέα. || (μτφ.): Διαβρωτικές διεργασίες. Διαβρωτική δράση / επίδραση.
διαβρωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διαβρωτικός]



