Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβούλιο το [δiavúlio] Ο40 : συμβούλιο, σύσκεψη που οργανώνεται μυστικά και με αδιαφανείς σκοπούς ή που χαρακτηρίζεται από μακρόχρονες και αναποτελεσματικές διαδικασίες: Συμβούλια και διαβούλια.
[λόγ. < ελνστ. διαβούλιον]



