Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβολόσκαλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαβολόσκαλα η.
  • Σκάλα φτιαγμένη με σχοινί:
    • κάτωθεν γαρ της πόρτας … έθηκαν διαβολόσκαλαν (Byz. Kleinchron. Α´ 7819).

[<ουσ. διάβολος + σκάλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες