Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβολοκόριτσο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβολοκόριτσο το [δjavolokóritso] & (προφ.) διαολοκόριτσο το [δjaolo kóritso] Ο41 : χαρακτηρισμός για κορίτσι πολύ έξυπνο, τετραπέρατο ή εξαιρετικά ζωηρό και άτακτο.

[διαβολο-, διαολο- + κορίτσ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες