Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβολέας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβολέας ο [δiavoléas] Ο21 : αυτός που διαβάλλει, που συκοφαντεί· συκοφάντης.

[λόγ. διαβολ(ή) -εύς > -έας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go